- ξεχειμάζω
- αμετ. зимовать
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ξεχειμάζω — ξεχειμάζω, ξεχείμασα βλ. πίν. 35 και πρβλ. ξεχειμωνιάζω … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ξεχειμάζω — περνώ τον χειμώνα, διαχειμάζω, ξεχειμωνιάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἐξ εχείμασα (βλ. λ. ξ[ε] ), αόρ. τού ἐκ χειμάζω, με σίγηση τού αρκτ. φωνήεντος] … Dictionary of Greek
ξεχειμάζω — ξεχείμασα, βλ. ξεχειμωνιάζω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ξεχειμωνιάζω — 1. ξεχειμάζω 2. βγάζω τον χειμώνα, ζω μέχρι το τέλος τού χειμώνα («δεν θα ξεχειμωνιάσει φέτος ο γέρος»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ξ(ε) * + χειμωνιάζω] … Dictionary of Greek
ξεχειμωνιάζω — και ξεχειμάζω ξεχειμώνιασα, αμτβ., περνώ το χειμώνα, διαχειμάζω: Οι νομάδες ξεχειμωνιάζουν στους κάμπους … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)